ἐξουσιαστικά

ἐξουσιαστικά
ἐξουσιαστικός
authoritative
neut nom/voc/acc pl
ἐξουσιαστικά̱ , ἐξουσιαστικός
authoritative
fem nom/voc/acc dual
ἐξουσιαστικά̱ , ἐξουσιαστικός
authoritative
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξουσιαστικάς — ἐξουσιαστικά̱ς , ἐξουσιαστικός authoritative fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… …   Dictionary of Greek

  • εξουσιαστικός — ή, ό (AM ἐξουσιαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξουσία («εξουσιαστική, δεσποτική συμπεριφορά», «εξουσιαστικός λόγος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ισχύ, ο έγκυρος 2. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία ή ανήκει στην κυριότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”